ῥοδωπός

ῥοδωπός
ῥοδ-ωπός, mit rosigem Gesicht, von rosigem Aussehen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ροδωπός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (70 τ. χλμ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, τα Άσπρα Νερά (υψόμ. 230 μ.) και ο Αστράτηγος (υψόμ. 210 μ.). * * * …   Dictionary of Greek

  • ῥοδωπόν — ῥοδωπός rosy faced masc/fem acc sg ῥοδωπός rosy faced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • ροδώπις — ώπιδος, ἡ, Α βλ. ῥοδωπός …   Dictionary of Greek

  • ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”